σκούα

σκούα
το, Ν
ζωολ. κοινή ξενική ονομασία τών αρπακτικών θαλάσσιων πτηνών τού γένους στερκοράριος και, ιδίως, τού είδους Stercorarius scua, που είναι γνωστά με την ελληνική ονομασία ληστόγλαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. skua < δαν. skūgvur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαρίδες — (laridae). Οικογένεια στεγανοπόδων πτηνών της τάξης των λαριμόρφων. Περιλαμβάνει 88 είδη που ζουν κοντά στη θάλασσα και χαρακτηρίζονται για την ευχέρειά τους στην κολύμβηση. Έχουν μήκος 20 έως 75 εκ., μακριές πτέρυγες και ασπρόμαυρο χρώμα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”